- κεραμικός
- Βλ. λ. Κεραμεικός.
* * *-ή, -ό (ΑΜ κεραμικός, -ή, -όν) [κέραμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του («γῆ κεραμική» — χώμα κατάλληλο για το έργο τού κεραμέα, Ιπποκρ.)2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμική (ενν. τέχνη)η τέχνη τής κατασκευής πήλινων αντικειμένων που βασίζεται στην ιδιότητα τού αργίλου να δίνει με το νερό ρευστή και εύπλαστη μάζα η οποία όταν ψηθεί γίνεται σκληρή και ανθεκτικήνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κεραμικόπήλινο αντικείμενο και ειδ. αγγείο.
Dictionary of Greek. 2013.